κεφαλαίωση

κεφαλαίωση
η (ΑΜ κεφαλαίωσις) [κεφαλαιώ]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κεφαλαιώνω, ανακεφαλαίωση, συγκεφαλαίωση, συνόψιση, περιληπτική εξέταση
αρχ.
η περίληψη πολλών εννοιών υπό μία κατηγορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”